- λόφουρος
- λόφουρος και λοφοῡρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει φουντωτή ουρά2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόφουραα) τα ζώα που έχουν πυκνή χαίτη και φουντωτή ουρά, όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονοςβ) τα υποζύγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. ίππ-ουρος].
Dictionary of Greek. 2013.